- ακρόδωμα
- το1. ο ακρόδοχας*2. στον πληθ. τα ακροδώματαμεγάλοι λίθοι που τοποθετούνται στις πλάκες τού γείσου ενός οικοδομήματος, για να τίς συγκρατούν και να τίς εμποδίζουν να πέφτουν3. ογκώδης λίθος που χρησιμεύει για την επιστέγαση τοίχου ή περιβόλου αγρού4. μεγάλη πέτρα, αγκωνάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + δώμα.ΠΑΡ. ακροδωματιά, ακροδωματιάζω, ακροδωμάτιος, ακρόδωμος].
Dictionary of Greek. 2013.